αγασυρτος

αγασυρτος
    ἀγάσυρτος
    ἀγά-συρτος
    2
    предполож. крайне неопрятный (прозвище философа Питтака) Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγασυρτος" в других словарях:

  • αγάσυρτος — ἀγάσυρτος, ο (Α) παρωνύμιο που έδωσε ο Αλκαίος στον Πιττακό. Η λέξη κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο σημαίνει «ἐπισεσυρμένος καὶ ρυπαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. ἀγα * + συρτὸς < σύρω] …   Dictionary of Greek

  • ἀγάσυρτος — swept and garnished masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάσυρτον — ἀγάσυρτος swept and garnished masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»